- επανάστημα
- ἐπανάστημα, το (Α)1. φλύκταινα, ρόζος, προεξοχή τής επιδερμίδας («τὰ τῶν χειρῶν ἐπαναστήματα άπὸ τοῡ κωπηλατεῑν», Σχόλ. Αριστοφ.)2. γεν. κάθε προεξοχή3. (ειδ.) προεξοχή γης, λόφος4. λοφίο περικεφαλαίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά-στημα «προεξοχή» (< ανίστημι)].
Dictionary of Greek. 2013.